ἀσθενεστέρους

ἀσθενεστέρους
ἀσθενής
without strength
masc acc comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρόνοια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.) 2. σύνεση, περίσκεψη 3 …   Dictionary of Greek

  • συνεπιβαίνω — ΜA ανεβαίνω σε κάποιον μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ὁ σαργὸς... τοὺς ἀσθενεστέρους ἑαυτοῡ κωλύει συνεπιβαίνειν», Αριστοτ.) αρχ. 1. επιχειρώ κάτι από κοινού με άλλον, συμμετέχω σε επιχείρηση ή σε υπόθεση 2. καταπατώ επίσης 3. κάνω κάποιον να ανέβει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”